Μία φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό ένας νεαρός βοσκός που είχε ένα κοπάδι πρόβατα.
Κάθε μέρα ξυπνούσε το πρωί, έβγαζε τα πρόβατα από το μαντρί και τα οδηγούσε στον καταπράσινο λόφο που ήταν δίπλα στο χωριό για να βοσκήσουν.
Εκείνος καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έπαιζε την φλογέρα του.
Οι μέρες περνούσαν, το ίδιο και οι εποχές και ένα πρωί ο νεαρός βοσκός, που είχε αρχίσει να βαριέται να κάνει το ίδιο πράγμα κάθε μέρα, σκέφτηκε να σκαρώσει μία φάρσα στους συγχωριανούς του.
Άφησε λοιπόν το κοπάδι του και έτρεξε στο χωριό, τάχα μου τάχα μου τρομαγμένος, φωνάζοντας: «Βοήθεια! Βοήθεια! Συγχωριανοί! Ένας λύκος τρώει τα πρόβατά μου! Τρέξτε! Να τον διώξουμε!»
Οι κάτοικοι του χωριού, τρομαγμένοι, πήραν τουφέκια και ό,τι άλλο βρήκαν μπροστά τους και άρχισαν να τρέχουν προς το λόφο που ήταν δίπλα στο χωριό.
Αλλά όταν έφτασαν εκεί είδαν προς έκπληξή τους ότι τα πρόβατα ήταν όλα καλά και το κοπάδι συνέχιζε να βοσκά αμέριμνο. Πουθενά ο λύκος! Ο μικρός βοσκός άρχισε να γελά δυνατά γιατί του φάνηκε πολύ αστείο που κατάφερε να τους ξεγελάσει όλους. Οι συγχωριανοί, αρχικά απορημένοι και στην συνέχεια θυμωμένοι με τον νεαρό βοσκό, επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Οι μήνες περνούσαν και ο νεαρός βοσκός είχε αρχίσει και πάλι να βαριέται. Θυμήθηκε τότε την φάρσα που είχε σκαρώσει στους συγχωριανούς του και σκέφτηκε: «Χμμμμ! Σίγουρα μετά από τόσο καιρό, θα έχουν ξεχάσει το ψέμα που τους είπα».
Πράγματι, έτρεξε και πάλι στο χωριό φωνάζοντας και ζητώντας βοήθεια. Όλοι βγήκαν ξανά από τα σπίτια τους και έτρεξαν να βοηθήσουν.
Όταν όμως είδαν ότι τους είχε πει ψέματα για μία ακόμα φορά θύμωσαν πάρα πολύ και γύρισαν πίσω πολύ απογοητευμένοι από την συμπεριφορά του νεαρού βοσκού.
Για κακή του τύχη όμως, δύο μέρες μετά, ένας λύκος, που μυρίστηκε τα πρόβατα, άρχισε να πλησιάζει το κοπάδι. Ο βοσκός είδε τον λύκο και μην μπορώντας μόνος του να τον διώξει, έτρεξε στο χωριό για βοήθεια.
«Βοήθεια χωριανοί! Ένας λύκος πάει να φάει τα πρόβατά μου!». Όμως αυτή τη φορά, κοιτάζοντας γύρω του δεν είδε κανέναν να βγαίνει από το σπίτι του. Ο νεαρός βοσκός σάστισε. «Δεν ακούτε; Ένας λύκος τρώει τα πρόβατά μου! Αλήθεια σας λέω!».
Μόνο μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και του είπε: «‘Ολοι έχουμε και δουλειές να κάνουμε. Κανένας δεν έχει χρόνο για τα παιχνίδια σου και τα ψέματά σου. Πήγαινε λοιπόν στο κοπάδι και άσε μας ήσυχους».
Κι έτσι ο νεαρός βοσκός επέστρεψε στο κοπάδι του χωρίς καμία βοήθεια και όταν έφτασε, βρήκε μόνο τα μισά του πρόβατά καθώς τα υπόλοιπα τα είχε φάει ο λύκος.
Το βράδυ που γύρναγε σπίτι του πολύ στεναχωρημένος με το κεφάλι σκυφτό, συνάντησε στον δρόμο τον σοφό γέρο του χωριού. «Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε ο γέρος.
Ο νεαρός βοσκός του είπε ότι ο λύκος έφαγε τα μισά του πρόβατα γιατί κανένας από το χωριό δεν τον βοήθησε.
Τότε ο σοφός γέρος του απάντησε: «Όταν χρειαζόσουν την βοήθειά μας, όλοι τρέξαμε αμέσως να στην προσφέρουμε με όλη μας την καρδιά. Εσύ όμως μας είπες και τις δύο φορές ψέματα και γέλασες μαζί μας. Τώρα κάτσε και σκέψου καλά το πάθημά σου και μην το ξανακάνεις γιατί κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά ούτε πιστεύει εκείνον που συνηθίζει να λέει ψέματα».
Μπορείτε να κατεβάσετε το παραμύθι σε μορφή PDF από εδώ.
Ευχαριστούμε τις παρακάτω πηγές για την εικονογράφηση: